- περιστεφής
- -ές, ΜΑ [περιστέφω]αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρααρχ.αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.επίρρ...περιστεφῶς ΜΑμε τρόπο περιστεφή.
Dictionary of Greek. 2013.